Στον οικισμό της Ασπρόγειας της Τ.Κ. Ερέτριας Φαρσάλων, στο ανατολικότερο άκρο του Δήμου Φαρσάλων, μέσα σε ένα ειδυλλιακό, βουκολικό τοπίο υψώνεται μοναστηριακό συγκρότημα της οθωμανικής περιόδου, που ανήκε στο μυστικιστικό τάγμα των Μπεκτασί. Υπήρξε ένας από τους ακμαιότερους τεκέδες των Μπεκτασήδων, παλαιότερα ήταν γνωστός με την προσωνυμία «Ντουρμπαλή Τεκκές» ή «Ιρενί Τεκές», από το τουρκικό όνομα του χωριού Ασπρόγεια που ήταν «Ιρενί» και καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, δηλαδή από τα τέλη του 15ου αιώνα έως το 1973, οπότε και απεβίωσε ο 33ος και τελευταίος μπουμπάς (ηγούμενος) του μοναστηριού ήταν φημισμένος και δεχόταν πολλούς επισκέπτες.
Όπως πολύ συχνά συνέβαινε με τους τεκέδες, ο Ιρενί τεκές χτίσθηκε επάνω στα ερείπια ενός Βυζαντινού, όπως ομολογείται, μοναστηριού του 10ου αιώνα, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Τόσο η ανοικοδόμηση, όσο και η λειτουργία του οφείλουν πολλά στα πρότυπα των χριστιανικών μοναστηριών. Ως ιδρυτής του φέρεται ο Τούρκος, φανατικός Μπεκτασί – δερβίσης, Ντουρμπαλή, που καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και φαίνεται να φτάνει στην Ασπρόγεια περί τα 1492 / 911 έτος Εγίρας. Οι επίσημες τουρκικές αρχές της Θεσσαλίας παραχωρούν στο δερβίση Ντουρμπαλή την άδεια να ιδρύσει τεκέ στο Ιρενί, ως αναγνώριση των ανεκτίμητων στρατιωτικών υπηρεσιών, που εκείνος τους πρόσφερε στο πολεμικό πεδίο και οι οποίες συνέτειναν στην ολοκληρωτική κατάκτηση της Θεσσαλίας, την υποταγή του χριστιανικού πληθυσμού της και δυνάμει στον εξισλαμισμό του. Μέσα στους επόμενους αιώνες, ο τεκές του Ιρενί ενισχύθηκε με τα τσιφλίκια των χωριών Ιρενί (Ασπρόγεια Φαρσάλων) και Αρντουάν (Ελευθεροχώρι Μαγνησίας), μια έκταση, δηλαδή, τριάντα δύο χιλιάδων (32.000) στρεμμάτων, γεγονός που τον κατέστησε οικονομικά ισχυρό. Κατά μία άποψη το αρχικό όνομα της Μονής «Ντουρμπαλή Τεκκές» οφείλεται στο θρυλούμενο ιδρυτή της, ενώ κατά μία άλλη είναι παραφθορά της λέξης τουρμπές και με άλλα λόγια η Μονή λεγόταν «Τεκκές των Τάφων». Κομβικό σημείο στην ιστορική πορεία του Ιρενί Τεκέ μέσα στο χρόνο είναι τα μέσα του 18ου αιώνα. Τότε σημειώνεται μια αξιοπρόσεχτη αλλαγή στη γεωγραφική καταγωγή και εθνική προέλευση των μπαμπάδων του ευσεβούς καθιδρύματος. Ενώ, μέχρι τότε δηλαδή, παρ’ ελαχίστων εξαιρέσεων, οι ηγούμενοι ήταν τουρκικής καταγωγής, αίφνης, στη συντριπτική πλειονότητα τους, οι ηγούμενοι έλκουν την καταγωγή τους από την Αλβανία. Το καθοριστικό γεγονός, που οδήγησε στην ανατροπή των δεδομένων, πρέπει να αναζητηθεί στη δράση του Αλή Πασά Τεπελενλή. Ο Αλή Πασάς, γνωστός Μπεκτασής ο ίδιος, στην επίμαχη περίοδο, προσαρτά τη Θεσσαλία στην επικράτειά του και για πολιτικούς, προφανώς, λόγους φροντίζει να περάσει ο έλεγχος του Τεκέ σε Αλβανούς. Στην ολοκληρωτική και αμετάκλητη μετατροπή του τεκέ σε Αλβανικό χώρο, καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο νόμος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης του 1925 για την καταστροφή των Τεκέδων. Τότε η ανώτατη αρχή, που επόπτευε τον Τεκέ στην Ασπρόγεια, φεύγει από την Τουρκία και βρίσκει φιλόξενο καταφύγιο στην Αλβανία.
Αρχιτεκτονικά αποτελείται από δύο πυρήνες, οριζόμενους εντός λίθινων, χτιστών περιβόλων. Ανάμεσα στους δύο περιβόλους ανοίγεται ευρύχωρη πλακόστρωτη έκταση. Εντός του νοτίου ταφικού περιβόλου εκτείνεται το κοιμητήριο της Μονής. Εκεί δεσπόζουν δύο τουρμπέδες (μαυσωλεία), που περιβάλλονται από τριάντα τρεις τάφους. Ο βόρειος κοινοβιακός περίβολος της μονής περικλείει τους χώρους διημέρευσης και δραστηριοποίησης της μονής. Στην είσοδο του μοναστηριακού συγκροτήματος, πριν από τους δύο περιβόλους, μέσα σε μια συστάδα πλατάνων, υψώνεται μια γραφική λιθόκτιστη κρήνη.